- πολυγονίαν
- πολυγονίᾱν , πολυγονίαfecundityfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мъногоплодьѥ — МЪНОГОПЛОДЬ|Ѥ (2*), ˫А с. Плодородие: Многоплодьѥ творитъ смѣшень˫а временна˫а и тонкота аиерьска˫а [так!], добрыхъ [в др. сп. добрыи] же нравъ, и хытрость, и ѥ(с)ство бл҃гоѥ призываеть, кротость царьскыи ‹и› ч(с)ть и чл҃вколюбьѥ. (καρπоῦ...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ολιγογονία — ὀλιγογονία, ἡ (Α) [ολιγόγονος] (για ζώα) η γέννηση κάθε φορά λίγων μόνον τέκνων («τοῑς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῑς δ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
πολυγονία — η, ΝΜΑ [πολύγονος] 1. μεγάλη γονιμότητα 2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek